Oι περαστικοί, είν’ άνθρωποι ή έπιπλα που αν θέλω θα μετακινήσω να χωρέσω να περάσω και να πάω να κάτσω κάπου αλλού. Να ηρεμήσω. Σ’ αυτά τα μέρη και να ξεκολλήσω από τον χρόνο και να ταιριάξω χιαστί ξανά μ’ όσα δεν πρέπει, θα έχω πάντοτε πληθώρα επιλογών σε τρόλεϊ, πάντοτε θα μπορώ να πάω σπίτι.
Πώς μπορείς να με ξεμπροστιάζεις έτσι;
μπαίνοντας θέλεις
μαζί με τα παπούτσια μου
να βγάλω και το δέρμα μου
να μπορείς να το πετάξεις
στην κρεμάστρα των ξένων.
Κυρίως έχω ευχηθεί να μην ήμουν η ένατη, η δέκατη Μαρία της ζωής σου. Η Μαρία του σχολείου, η Μαρία του γραφείου, αυτή του μεταπτυχιακού, αυτή του απάνω δρόμου, εκείνη του χαμού, του φούρνου, της παρέας του κολλητού, θα ήθελα να μην με έβρισκες τόσο εύκολα παντού.
Ημίγυμνη, λοιπόν, σαν αστερίας, με τα χέρια ανοιχτά στο ξύλινο πάτωμα, στις 5:45 μ.μ, την μοναδική ώρα που ο ήλιος καταφέρνει να σε στοχεύσει σαν βέλος, στο εξ(οντ)ωτικό κέντρο, η μουσική σε ένα υπνοδωμάτιο 10 τ.μ. βαράει στο τέρμα, για χιλιοστή φορά στο χρονικό διάστημα των 78 εβδομάδων που κατοικείται.
We use cookies to ensure that we give you the best experience on our website. If you continue to use this site we will assume that you are happy with it.Ok